σκιοφιλία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σκιοφιλία | οι | σκιοφιλίες |
| γενική | της | σκιοφιλίας | των | σκιοφιλιών |
| αιτιατική | τη | σκιοφιλία | τις | σκιοφιλίες |
| κλητική | σκιοφιλία | σκιοφιλίες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /sci.o.fiˈli.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκι‐ο‐φι‐λί‐α
Ουσιαστικό
σκιοφιλία θηλυκό
- (βοτανική) η ανάγκη σκιάς για να αναπτυχθεί ένα φυτό
Συγγενικά
Μεταφράσεις
σκιοφιλία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.