σκανδαλοποιός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ο/η | σκανδαλοποιός | το | σκανδαλοποιό | ||
| γενική | του/της | σκανδαλοποιού | του | σκανδαλοποιού | ||
| αιτιατική | τον/τη | σκανδαλοποιό | το | σκανδαλοποιό | ||
| κλητική | σκανδαλοποιέ | σκανδαλοποιό | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | οι | σκανδαλοποιοί | τα | σκανδαλοποιά | ||
| γενική | των | σκανδαλοποιών | των | σκανδαλοποιών | ||
| αιτιατική | τους/τις | σκανδαλοποιούς | τα | σκανδαλοποιά | ||
| κλητική | σκανδαλοποιοί | σκανδαλοποιά | ||||
| Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -ά. | ||||||
| ομάδα '-ός -ός -ό', Κατηγορία όπως «ειδοποιός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σκανδαλοποιός < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική σκανδαλοποιός < σκάνδαλ(ον) + -ο- + -ποιός
Μεταφράσεις
σκανδαλοποιός
|
|
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- σκανδαλοποιός < σκάνδαλ(ον) + -ο- + -ποιός
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.