σκανδαλοθήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σκανδαλοθήρας | οι | σκανδαλοθήρες |
| γενική | του | σκανδαλοθήρα | των | σκανδαλοθήρων |
| αιτιατική | τον | σκανδαλοθήρα | τους | σκανδαλοθήρες |
| κλητική | σκανδαλοθήρα | σκανδαλοθήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
σκανδαλοθήρας
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.