σκανδαλολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκανδαλολογία οι σκανδαλολογίες
      γενική της σκανδαλολογίας των σκανδαλολογιών
    αιτιατική τη σκανδαλολογία τις σκανδαλολογίες
     κλητική σκανδαλολογία σκανδαλολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκανδαλολογία < σκάνδαλ(ο) + -ο- + -λογία

Προφορά

ΔΦΑ : /skan.ða.lo.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκανδαλολογία

Ουσιαστικό

σκανδαλολογία θηλυκό

  • η διαρκής και επίμονη αναζήτηση ή συζήτηση υποτιθέμενων σκανδάλων

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.