σκέλια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | σκέλια | ||
| γενική | των | σκελιών | ||
| αιτιατική | τα | σκέλια | ||
| κλητική | σκέλια | |||
| Οι καταλήξεις -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκέλια < σκέλος + -ια < αρχαία ελληνική σκέλος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈske.ʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκέ‐λια
Ουσιαστικό
σκέλια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Εκφράσεις
- με την ουρά στα σκέλια: για να αναφερθούμε σε ταπεινωτική απόσυρση μετά από κάποια αποτυχία
Μεταφράσεις
σκέλια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.