σκεδάννυμι
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | σκεδάννυμι & σκεδανύω | σκεδάννυμαι |
| Παρατατικός | ἐσκεδάννυν & ἐσκεδάννυον | ἐσκεδαννύμην |
| Μέλλοντας | σκεδάσω & σκεδῶ (αττ.) | σκεδασθήσομαι |
| Αόριστος | ἐσκέδασα & σκέδασα (επικ.) | ἐσκεδασάμην & ἐσκεδάσθην |
| Παρακείμενος | ἐσκέδασμαι | |
| Υπερσυντέλικος | ἐσκεδάσμην | |
| Συντελ.Μέλλ. | ἐσκεδάσομαι |
Ετυμολογία
- σκεδάννυμι < σκεδάσ- (<ἐσκέδασα, αόριστος του σκίδνημι) + ενεστωτικό επίθημα -νυ- + -μι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sqhed-
Συγγενικά
Σύνθετα
- ἀδιασκέδαστος
- ἀνασκεδάννυμι
- ἀποσκεδάννυμι
- συσκεδάννυμι
- ὑποσκεδάννυμι
- διασκεδάννυμι
- διασκέδασις
- διασκεδασμός
- διασκεδαστήριον
- διασκεδαστής
- διασκεδαστικός
- διασκεδαστικότης
- διασκεδαστικῶς
- ἐκσκεδάννυμι
- ἐνσκεδάννυμι
- ἐπισκεδάννυμι
- εὐδιασκέδαστος
- εὐσκέδαστος
- κατασκεδάννυμι
- προσκεδάννυμι
Κλίση
σκεδάννυμι
|
Ενεργητική φωνή
Μεσοπαθητική φωνή
| ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Πηγές
- σκεδάννυμι - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- σκεδάννυμι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκεδάννυμι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.