σκάι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκάι τα σκάγια
      γενική του σκαγιού των σκαγιών
    αιτιατική το σκάι τα σκάγια
     κλητική σκάι σκάγια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τσάι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκάι < σκάγι

Ουσιαστικό

σκάι ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.