fed up

Αγγλικά (en)

παραθετικά
θετικός fed up
συγκριτικός more fed up
υπερθετικός most fed up

Ετυμολογία

fed up <  δείτε τις λέξεις fed και up

Επίθετο

fed up (en) (ανεπίσημο, όχι πριν από το ουσιαστικό)

  • μπουχτίζω, σιχαίνομαι, βαριέμαι ή είμαι δυσαρεστημένος, ειδικά με μια κατάσταση που συνεχίζεται για πάρα πολύ καιρό
    I am fed up with his lectures.
    Μπούχτισα τις συμβουλές του.
    He seemed fed up with life.
    Φαινόταν μπουχτισμένος από τη ζωή.
    I am fed up with politics.
    Σιχάθηκα την πολιτική.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.