σίχαμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σίχαμα τα σιχάματα
      γενική του σιχάματος των σιχαμάτων
    αιτιατική το σίχαμα τα σιχάματα
     κλητική σίχαμα σιχάματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σίχαμα < σιχαίνομαι + -μα

Ουσιαστικό

σίχαμα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.