σιταρόσπορος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σιταρόσπορος οι σιταρόσποροι
      γενική του σιταρόσπορου των σιταρόσπορων
    αιτιατική τον σιταρόσπορο τους σιταρόσπορους
     κλητική σιταρόσπορε σιταρόσποροι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σιταρόσπορος < μεσαιωνική ελληνική σιταρόσπορον / σιτόσπορος / σιτοσπόρος < αρχαία ελληνική σῖτος + σπόρος

Ουσιαστικό

σιταρόσπορος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.