σιρίτι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σιρίτι τα σιρίτια
      γενική του σιριτιού των σιριτιών
    αιτιατική το σιρίτι τα σιρίτια
     κλητική σιρίτι σιρίτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σιρίτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική şerit < αραβική شريط (şarīt)

Ουσιαστικό

σιρίτι ουδέτερο

  1. ταινία μεταξωτού ή χρυσοΰφαντου υφάσματος που ράβεται στις στολές, στα πηλήκια, στα καπέλα κλπ. ως διακοσμητικό ή διακριτικό
  2. (συνεκδοχικά) το αξίωμα
  3. το πολύχρωμο φτέρωμα μερικών πουλιών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.