σικάτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σικάτος η σικάτη το σικάτο
      γενική του σικάτου της σικάτης του σικάτου
    αιτιατική τον σικάτο τη σικάτη το σικάτο
     κλητική σικάτε σικάτη σικάτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σικάτοι οι σικάτες τα σικάτα
      γενική των σικάτων των σικάτων των σικάτων
    αιτιατική τους σικάτους τις σικάτες τα σικάτα
     κλητική σικάτοι σικάτες σικάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σικάτος < σικ + -άτος[1] (Δείτε και γαλλικά: chiqué (fr))

Επίθετο

σικάτος, -η, -ο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.