σικάτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σικάτος | η | σικάτη | το | σικάτο |
| γενική | του | σικάτου | της | σικάτης | του | σικάτου |
| αιτιατική | τον | σικάτο | τη | σικάτη | το | σικάτο |
| κλητική | σικάτε | σικάτη | σικάτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σικάτοι | οι | σικάτες | τα | σικάτα |
| γενική | των | σικάτων | των | σικάτων | των | σικάτων |
| αιτιατική | τους | σικάτους | τις | σικάτες | τα | σικάτα |
| κλητική | σικάτοι | σικάτες | σικάτα | |||
| Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
σικάτος
|
|
Αναφορές
- σικάτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.