σιδηροτεχνία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σιδηροτεχνία | οι | σιδηροτεχνίες |
| γενική | της | σιδηροτεχνίας | των | σιδηροτεχνιών |
| αιτιατική | τη | σιδηροτεχνία | τις | σιδηροτεχνίες |
| κλητική | σιδηροτεχνία | σιδηροτεχνίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σιδηροτεχνία < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.ði.ɾo.teˈxni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐δη‐ρο‐τε‐χνί‐α
Μεταφράσεις
σιδηροτεχνία
|
|
Αναφορές
- Καμπανάς, Ηλίας Ιω. (1990) Μονοτονικό λεξικό της δημοτικής: ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.