σιδηροπωλείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σιδηροπωλείο | τα | σιδηροπωλεία |
| γενική | του | σιδηροπωλείου | των | σιδηροπωλείων |
| αιτιατική | το | σιδηροπωλείο | τα | σιδηροπωλεία |
| κλητική | σιδηροπωλείο | σιδηροπωλεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σιδηροπωλείο < σιδηρο- + -πωλείο
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.ði.ɾo.poˈli.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐δη‐ρο‐πω‐λεί‐ο
Μεταφράσεις
σιδηροπωλείο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.