σιδηρογραφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σιδηρογραφία οι σιδηρογραφίες
      γενική της σιδηρογραφίας των σιδηρογραφιών
    αιτιατική τη σιδηρογραφία τις σιδηρογραφίες
     κλητική σιδηρογραφία σιδηρογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σιδηρογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική siderography < αρχαία ελληνική σίδηρος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /si.ði.ɾo.ɣɾaˈfi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σιδηρογραφία

Ουσιαστικό

σιδηρογραφία θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.