σιδηροβιομήχανος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | σιδηροβιομήχανος | οι | σιδηροβιομήχανοι |
| γενική | του/της του |
σιδηροβιομηχάνου σιδηροβιομήχανου |
των | σιδηροβιομηχάνων & σιδηροβιομήχανων |
| αιτιατική | τον/τη | σιδηροβιομήχανο | τους/τις τους |
σιδηροβιομηχάνους σιδηροβιομήχανους |
| κλητική | σιδηροβιομήχανε | σιδηροβιομήχανοι | ||
| Ο δεύτερος τύπος της γενικής ενικού και αιτιατικής πληθυντικού, μόνο για το αρσενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «βιομήχανος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σιδηροβιομήχανος < σιδηρο- + βιομήχανος
Μεταφράσεις
σιδηροβιομήχανος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.