σιδερώτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σιδερώτρια | οι | σιδερώτριες |
| γενική | της | σιδερώτριας | των | σιδερωτριών |
| αιτιατική | τη | σιδερώτρια | τις | σιδερώτριες |
| κλητική | σιδερώτρια | σιδερώτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σιδερώτρια < σιδερωτής
Μεταφράσεις
σιδερώτρια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.