σιδερότυπο
Νέα ελληνικά (el)
Επίθετο
σιδερότυπο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του σιδερότυπος
- Ξέρεις που θα βρω σιδερότυπο χαρτί σε σχήμα Α4 ;
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σιδερότυπο | τα | σιδερότυπα |
| γενική | του | σιδερότυπου & σιδεροτύπου |
των | σιδερότυπων & σιδεροτύπων |
| αιτιατική | το | σιδερότυπο | τα | σιδερότυπα |
| κλητική | σιδερότυπο | σιδερότυπα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
σιδερότυπο ουδέτερο
Μεταφράσεις
σιδερότυπο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.