σιαμέζικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σιαμέζικος | η | σιαμέζικη | το | σιαμέζικο |
| γενική | του | σιαμέζικου | της | σιαμέζικης | του | σιαμέζικου |
| αιτιατική | τον | σιαμέζικο | τη | σιαμέζικη | το | σιαμέζικο |
| κλητική | σιαμέζικε | σιαμέζικη | σιαμέζικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σιαμέζικοι | οι | σιαμέζικες | τα | σιαμέζικα |
| γενική | των | σιαμέζικων | των | σιαμέζικων | των | σιαμέζικων |
| αιτιατική | τους | σιαμέζικους | τις | σιαμέζικες | τα | σιαμέζικα |
| κλητική | σιαμέζικοι | σιαμέζικες | σιαμέζικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σιαμέζικος < Σιάμ + -έζικος
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.aˈme.zi.kos/
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Σιάμ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.