Σιάμ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Σιάμ < (άμεσο δάνειο) γαλλική Siam < πορτογαλική Sciam (Ταϊλάνδη) < ταϊλανδική สยาม (sà-yǎam: Σιάμ) < πάλι suvaṇṇabhūmi (γη του θεού) ή σανσκριτική श्याम (śyāma: σκοτάδι)
Προφορά
- ΔΦΑ : /siˈam/
Συγγενικά
-
Σιάμ στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.