σησαμόεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική σησαμόεις σησαμόεσσ τὸ σησαμόεν
      γενική τοῦ σησαμόεντος τῆς σησαμοέσσης τοῦ σησαμόεντος
      δοτική τῷ σησαμόεντ τῇ σησαμοέσσ τῷ σησαμόεντ
    αιτιατική τὸν σησαμόεντ τὴν σησαμόεσσᾰν τὸ σησαμόεν
     κλητική ! σησαμόεν σησαμόεσσ σησαμόεν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ σησαμόεντες αἱ σησαμόεσσαι τὰ σησαμόεντ
      γενική τῶν σησαμοέντων τῶν σησαμοεσσῶν τῶν σησαμοέντων
      δοτική τοῖς σησαμόεσῐ(ν) ταῖς σησαμοέσσαις τοῖς σησαμοέσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς σησαμόεντᾰς τὰς σησαμοέσσᾱς τὰ σησαμόεντ
     κλητική ! σησαμόεντες σησαμόεσσαι σησαμόεντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ σησαμόεντε τὼ σησαμοέσσ τὼ σησαμόεντε
      γεν-δοτ τοῖν σησαμοέντοιν τοῖν σησαμοέσσαιν τοῖν σησαμοέντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'χαρίεις' όπως «χαρίεις» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σησαμόεις < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

σησαμόεις, -εσσα, -εν

  • (γαστρονομία, γλυκό) παρασκευασμένος με σουσάμι, σουσαμένιος
      5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, De affectionibus, 47, p.258, @scaife.perseus
    Τὰ λιπαρὰ καὶ τὰ πίονα, καὶ τὰ τυρώδεα καὶ μελιτώδεα, καὶ τὰ σησαμόεντα ὀξυρεγμίην μάλιστα παρέχει καὶ χολέρην καὶ στρόφον καὶ φῦσαν καὶ πλησμονήν· ποιέει δὲ τοῦτο αὐτὸ καὶ ὅταν πλείω τις φάγῃ ἢ πίῃ ἢ ὅσα οἵη τε πέψαι ἡ κοιλίη.

Συγγενικά

  •  δείτε τις λέξεις σήσαμον και σήσαμος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.