σημιτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σημιτικός | η | σημιτική | το | σημιτικό |
| γενική | του | σημιτικού | της | σημιτικής | του | σημιτικού |
| αιτιατική | τον | σημιτικό | τη | σημιτική | το | σημιτικό |
| κλητική | σημιτικέ | σημιτική | σημιτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σημιτικοί | οι | σημιτικές | τα | σημιτικά |
| γενική | των | σημιτικών | των | σημιτικών | των | σημιτικών |
| αιτιατική | τους | σημιτικούς | τις | σημιτικές | τα | σημιτικά |
| κλητική | σημιτικοί | σημιτικές | σημιτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Σημίτης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.