σερβοβοσνιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σερβοβοσνιακός | η | σερβοβοσνιακή | το | σερβοβοσνιακό |
| γενική | του | σερβοβοσνιακού | της | σερβοβοσνιακής | του | σερβοβοσνιακού |
| αιτιατική | τον | σερβοβοσνιακό | τη | σερβοβοσνιακή | το | σερβοβοσνιακό |
| κλητική | σερβοβοσνιακέ | σερβοβοσνιακή | σερβοβοσνιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σερβοβοσνιακοί | οι | σερβοβοσνιακές | τα | σερβοβοσνιακά |
| γενική | των | σερβοβοσνιακών | των | σερβοβοσνιακών | των | σερβοβοσνιακών |
| αιτιατική | τους | σερβοβοσνιακούς | τις | σερβοβοσνιακές | τα | σερβοβοσνιακά |
| κλητική | σερβοβοσνιακοί | σερβοβοσνιακές | σερβοβοσνιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σερβοβοσνιακός < Σερβοβόσνι(ος) + -ακός
Προφορά
- ΔΦΑ : /seɾ.vo.vo.sni.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σερ‐βο‐βο‐σνι‐α‐κός
Μεταφράσεις
σερβοβοσνιακός
|
|
Πηγές
- σερβοβοσνιακός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.