ταμπόν
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία

σφραγίδα για ημερομηνίες επάνω σε ταμπόν (2)
- ταμπόν < λόγ. (λόγιο δάνειο) γαλλική tampon[1]
Ουσιαστικό

ταμπόν (3)
ταμπόν ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις
ταμπόν
|
|
- ταμπόν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.