servante

Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

servante (fr) θηλυκό

  1. η υπηρέτρια
  2. χαμηλό τραπέζι όπου τοποθετούνται τα πιάτα και τα ποτά για να διευκολυνθεί το σερβίρισμα του γεύματος σε μεγάλο τραπέζι που βρίσκεται δίπλα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.