servante
Γαλλικά
(fr)
Προφορά
ⓘ
Ουσιαστικό
servante
(fr)
θηλυκό
η
υπηρέτρια
χαμηλό
τραπέζι
όπου τοποθετούνται τα πιάτα και τα ποτά για να διευκολυνθεί το σερβίρισμα του γεύματος σε μεγάλο τραπέζι που βρίσκεται δίπλα
serviteur
σερβάν
,
σερβάντα
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.