σεξολογικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σεξολογικός | η | σεξολογική | το | σεξολογικό |
| γενική | του | σεξολογικού | της | σεξολογικής | του | σεξολογικού |
| αιτιατική | τον | σεξολογικό | τη | σεξολογική | το | σεξολογικό |
| κλητική | σεξολογικέ | σεξολογική | σεξολογικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σεξολογικοί | οι | σεξολογικές | τα | σεξολογικά |
| γενική | των | σεξολογικών | των | σεξολογικών | των | σεξολογικών |
| αιτιατική | τους | σεξολογικούς | τις | σεξολογικές | τα | σεξολογικά |
| κλητική | σεξολογικοί | σεξολογικές | σεξολογικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
σεξολογικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.