σεξιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σεξιστής οι σεξιστές
      γενική του σεξιστή των σεξιστών
    αιτιατική τον σεξιστή τους σεξιστές
     κλητική σεξιστή σεξιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σεξιστής < (λόγιο δάνειο) αγγλική sexist

Ουσιαστικό

σεξιστής αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.