σελάγισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σελάγισμα | τα | σελαγίσματα |
| γενική | του | σελαγίσματος | των | σελαγισμάτων |
| αιτιατική | το | σελάγισμα | τα | σελαγίσματα |
| κλητική | σελάγισμα | σελαγίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σελάγισμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σελάγισμα[1] < σελαγέω < σέλας
Προφορά
- ΔΦΑ : /seˈla.ʝi.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σε‐λά‐γι‐σμα
Μεταφράσεις
σελάγισμα
|
→ δείτε τη λέξη λάμψη |
Αναφορές
- σελάγισμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- σελάγισμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σελάγισμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.