σεινάμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σεινάμενος η σεινάμενη το σεινάμενο
      γενική του σεινάμενου της σεινάμενης του σεινάμενου
    αιτιατική τον σεινάμενο τη σεινάμενη το σεινάμενο
     κλητική σεινάμενε σεινάμενη σεινάμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σεινάμενοι οι σεινάμενες τα σεινάμενα
      γενική των σεινάμενων των σεινάμενων των σεινάμενων
    αιτιατική τους σεινάμενους τις σεινάμενες τα σεινάμενα
     κλητική σεινάμενοι σεινάμενες σεινάμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σεινάμενος < σειέμαι

Μετοχή

σεινάμενος

  1. (ειρωνικό) (μόνο σε φράσεις: σεινάμενος και λυγάμενος ή κουνάμενος) που δείχνει ότι δεν έχει καταλάβει ότι κάποιο κακό ή γενικά συνταραχτικό γεγονός έχει συμβεί
    εμφανίστηκε στη γιορτή σεινάμενη και κουνάμενη λες και δεν είχαν ποτέ τσακωθεί

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.