σειέμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σειέμαι < παθητική φωνή του σειώ

Ρήμα

σειέμαι

  1. σείομαι, κουνιέμαι έντονα
    Κοίτα την πώς σειέται και λυγιέται.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.