σειέμαι
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
σειέμαι
< παθητική φωνή του
σειώ
Ρήμα
σειέμαι
σείομαι
,
κουνιέμαι
έντονα
↪
Κοίτα την πώς
σειέται
και
λυγιέται
.
Μεταφράσεις
σειέμαι
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.