σεβάσματα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | σεβάσματα | ||
| γενική | των | σεβασμάτων | ||
| αιτιατική | τα | σεβάσματα | ||
| κλητική | σεβάσματα | |||
| Δείτε και το σέβας. | ||||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σεβάσματα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σέβασμα[1] < αρχαία ελληνική σεβάζομαι[2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /seˈva.zma.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σε‐βά‐σμα‐τα
Ουσιαστικό
σεβάσματα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις
σεβάσματα
|
|
Αναφορές
- σέβασμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.