σέβασμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | σέβασμᾰ | τὰ | σεβάσμᾰτᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | σεβάσμᾰτος | τῶν | σεβασμᾰ́των | ||||
| δοτική | τῷ | σεβάσμᾰτῐ | τοῖς | σεβάσμᾰσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸ | σέβασμᾰ | τὰ | σεβάσμᾰτᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | σέβασμᾰ | σεβάσμᾰτᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σεβάσμᾰτε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | σεβασμᾰ́τοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Πηγές
- σέβασμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σέβασμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.