σέβασμα

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σέβασμᾰ τὰ σεβάσμᾰτ
      γενική τοῦ σεβάσμᾰτος τῶν σεβασμᾰ́των
      δοτική τῷ σεβάσμᾰτ τοῖς σεβάσμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ σέβασμᾰ τὰ σεβάσμᾰτ
     κλητική ! σέβασμᾰ σεβάσμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σεβάσμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  σεβασμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σέβασμα < σεβάζομαι, σεβασ- + -μα

Ουσιαστικό

σέβασμα ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.