σαρκαστικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σαρκαστικότητα | οι | σαρκαστικότητες |
| γενική | της | σαρκαστικότητας | των | σαρκαστικοτήτων |
| αιτιατική | τη | σαρκαστικότητα | τις | σαρκαστικότητες |
| κλητική | σαρκαστικότητα | σαρκαστικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σαρκαστικότητα < σαρκαστικός + -ότητα
Μεταφράσεις
σαρκαστικότητα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.