σαπωνοειδής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σαπωνοειδής | η | σαπωνοειδής | το | σαπωνοειδές |
| γενική | του | σαπωνοειδούς* | της | σαπωνοειδούς | του | σαπωνοειδούς |
| αιτιατική | τον | σαπωνοειδή | τη | σαπωνοειδή | το | σαπωνοειδές |
| κλητική | σαπωνοειδή(ς) | σαπωνοειδής | σαπωνοειδές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σαπωνοειδείς | οι | σαπωνοειδείς | τα | σαπωνοειδή |
| γενική | των | σαπωνοειδών | των | σαπωνοειδών | των | σαπωνοειδών |
| αιτιατική | τους | σαπωνοειδείς | τις | σαπωνοειδείς | τα | σαπωνοειδή |
| κλητική | σαπωνοειδείς | σαπωνοειδείς | σαπωνοειδή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σαπωνοειδής < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
σαπωνοειδής
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.