σαπουνόχορτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαπουνόχορτο τα σαπουνόχορτα
      γενική του σαπουνόχορτου των σαπουνόχορτων
    αιτιατική το σαπουνόχορτο τα σαπουνόχορτα
     κλητική σαπουνόχορτο σαπουνόχορτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σαπουνόχορτο < σαπούν(ι) + -ο- + χόρτο

Προφορά

ΔΦΑ : /sa.puˈno.xoɾ.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σαπουνόχορτο

Ουσιαστικό

σαπουνόχορτο ουδέτερο

  • (λαϊκό, βοτανική) φυτό που μπορεί να αφρίζει όταν έρχεται σε επαφή με το νερό και έχει την ικανότητα να αφαιρεί τους λεκέδες και άλλους ρύπους
     συνώνυμα: σαπωναρία

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.