σαπουνόχορτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σαπουνόχορτο | τα | σαπουνόχορτα |
| γενική | του | σαπουνόχορτου | των | σαπουνόχορτων |
| αιτιατική | το | σαπουνόχορτο | τα | σαπουνόχορτα |
| κλητική | σαπουνόχορτο | σαπουνόχορτα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /sa.puˈno.xoɾ.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐που‐νό‐χορ‐το
Ουσιαστικό
σαπουνόχορτο ουδέτερο
Μεταφράσεις
σαπουνόχορτο
|
|
Πηγές
- σαπουνόχορτο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.