σαπιοκάραβο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σαπιοκάραβο | τα | σαπιοκάραβα |
| γενική | του | σαπιοκάραβου | των | σαπιοκάραβων |
| αιτιατική | το | σαπιοκάραβο | τα | σαπιοκάραβα |
| κλητική | σαπιοκάραβο | σαπιοκάραβα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σαπιοκάραβο ουδέτερο
- Παλιό σκάφος σε κακή κατάσταση, ή πλοίο που παρουσιάζει πολλαπλά προβλήματα.
- Θα πνιγούμε με αυτό το σαπιοκάραβο!
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.