σαουδαραβικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σαουδαραβικός | η | σαουδαραβική | το | σαουδαραβικό |
| γενική | του | σαουδαραβικού | της | σαουδαραβικής | του | σαουδαραβικού |
| αιτιατική | τον | σαουδαραβικό | τη | σαουδαραβική | το | σαουδαραβικό |
| κλητική | σαουδαραβικέ | σαουδαραβική | σαουδαραβικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σαουδαραβικοί | οι | σαουδαραβικές | τα | σαουδαραβικά |
| γενική | των | σαουδαραβικών | των | σαουδαραβικών | των | σαουδαραβικών |
| αιτιατική | τους | σαουδαραβικούς | τις | σαουδαραβικές | τα | σαουδαραβικά |
| κλητική | σαουδαραβικοί | σαουδαραβικές | σαουδαραβικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σαουδαραβικός < Σαουδική Αραβία + -ικός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Σαουδική Αραβία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.