σαμντάνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαμντάνι τα σαμντάνια
      γενική του σαμντανιού των σαμντανιών
    αιτιατική το σαμντάνι τα σαμντάνια
     κλητική σαμντάνι σαμντάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σαμντάνι < οθωμανική τουρκική şamdan < περσική شمعدان (shamʻdān, "κηροπήγιο") < αραβική شمع (sham, "κηρός") + περσική دان (dān, "δοχείο")

Ουσιαστικό

σαμντάνι ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.