σακχαρούχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σακχαρούχος | η | σακχαρούχος & σακχαρούχα |
το | σακχαρούχο |
| γενική | του | σακχαρούχου | της | σακχαρούχου & σακχαρούχας |
του | σακχαρούχου |
| αιτιατική | τον | σακχαρούχο | τη | σακχαρούχο & σακχαρούχα |
το | σακχαρούχο |
| κλητική | σακχαρούχε | σακχαρούχε & σακχαρούχα |
σακχαρούχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σακχαρούχοι | οι | σακχαρούχοι & σακχαρούχες |
τα | σακχαρούχα |
| γενική | των | σακχαρούχων | των | σακχαρούχων | των | σακχαρούχων |
| αιτιατική | τους | σακχαρούχους | τις | σακχαρούχους & σακχαρούχες |
τα | σακχαρούχα |
| κλητική | σακχαρούχοι | σακχαρούχοι & σακχαρούχες |
σακχαρούχα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συνώνυμα
- ζαχαρούχος (ανεπίσημο)
Μεταφράσεις
σακχαρούχος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.