σακαράκας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σακαράκας | οι | σακαράκες |
| γενική | του | σακαράκα | των | σακαράκων |
| αιτιατική | τον | σακαράκα | τους | σακαράκες |
| κλητική | σακαράκα | σακαράκες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σακαράκας < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /sa.kaˈɾa.kas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐κα‐ρά‐κας
Μεταφράσεις
σακαράκας
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.