σαδιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σαδιστής | οι | σαδιστές |
| γενική | του | σαδιστή | των | σαδιστών |
| αιτιατική | τον | σαδιστή | τους | σαδιστές |
| κλητική | σαδιστή | σαδιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
→ δείτε τη λέξη sadist
Προφορά
- ΔΦΑ : /sa.ðiˈstis/
Ουσιαστικό
σαδιστής αρσενικό, σαδίστρια θηλυκό
- αυτός που αντλεί απόλαυση από το να προκαλεί πόνο, σωματικό ή ψυχικό, στους άλλους
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.