σαδίστρια

Νέα ελληνικά (el)


 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαδίστρια οι σαδίστριες
      γενική της σαδίστριας των σαδιστριών
    αιτιατική τη σαδίστρια τις σαδίστριες
     κλητική σαδίστρια σαδίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σαδίστρια < σαδιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια

Ουσιαστικό

σαδίστρια θηλυκό

 δείτε τη λέξη  σαδιστής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.