σαδομαζοχιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σαδομαζοχιστής | οι | σαδομαζοχιστές |
| γενική | του | σαδομαζοχιστή | των | σαδομαζοχιστών |
| αιτιατική | τον | σαδομαζοχιστή | τους | σαδομαζοχιστές |
| κλητική | σαδομαζοχιστή | σαδομαζοχιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σαδομαζοχιστής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
σαδομαζοχιστής αρσενικό
- αυτός που νιώθει ηδονή με πράξεις που προκαλούν πόνο στον άλλο και από τον πόνο που του προκαλεί ο άλλος
Συγγενικά
Μεταφράσεις
σαδομαζοχιστής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.