σαγηνεύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

σαγηνεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σαγηνεύω
  2. θα σαγηνεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σαγηνεύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

σαγηνεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σαγήνευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.