σαγήνευσις

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σαγήνευσις (μαρτυρείται από το 1888) [1] < σαγηνεύ(ω) + -σις

Ουσιαστικό

σαγήνευσις θηλυκό

(καθαρεύουσα) σαγήνευση

Αναφορές

  1. σελ. 892, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.