ρότα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ρότα | οι | ρότες |
| γενική | της | ρότας | — | |
| αιτιατική | τη | ρότα | τις | ρότες |
| κλητική | ρότα | ρότες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ρότα < (άμεσο δάνειο) βενετική rota[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɾo.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρό‐τα
Ουσιαστικό
ρότα θηλυκό
- (ναυτικός όρος) η πορεία του πλοίου, γραμμή πλεύσης
- Το πλοίο άλλαξε ρότα.
- (μεταφορικά) πορεία, στάση ζωής, σχεδιασμός, αντιλήψεις
- Αν δεν αλλάξεις ρότα, θα καταστραφείς.
Αναφορές
- ρότα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.