ρυάσιμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρυάσιμο τα ρυασίματα
      γενική του ρυασίματος των ρυασιμάτων
    αιτιατική το ρυάσιμο τα ρυασίματα
     κλητική ρυάσιμο ρυασίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρυάσιμο < ρυάζομαι + -σιμο

Ουσιαστικό

ρυάσιμο ουδέτερο

  • ουρλιαχτό, κραυγή
      Εφτάσαν 'ς τ' ακρογιάλι .. και του Πατριάρχη το λαιμό δένουν σφικτά μια πέτρα και μ' ένα ρυάσιμο βραχνό, που τ' άκουσαν οι τάφοι και τα παιδιά μέσς την κοιλιά, 'ς τα χέρια τόνε πέρνουν και τον πετούν'ς την θάλασσα. (Κωνσταντίνος Τεφαρίκης, Παρνασσός, ή Απάνθισμα των εκλεκτότερων τεμαχίων της νέας ελληνικής ποιήσεως, Αθήνα, Τύποις Ραδάμανθος, 1868, σελ. 670 )
      Η νύχτα ήτον ήσυχη , έλαμπε το φεγγάρι , Και κάπου κάπου ακούετο το ρυάσιμο του λύκου (Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Μνημόσυνα και έτερα ανέκδοτα, Αθήνα, τύποις Λ. Μηλιάδου και Σ. Οικονόμου, 1868, σελ. 42 )

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.