ρυάζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ρυάζομαι < υποθετικός τύπος *ωρυάζομαι < αρχαία ελληνική ὠρύ(ομαι) + -άζω με σίγηση του αρχικού άτονου φωνήεντος [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾiˈa.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρυάζομαι

Ρήμα

ρυάζομαι, αόρ.: ρυάστηκα (αποθετικό ρήμα)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.