φρυάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φρυάζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή φρυάσσω με μεταπλασμό σε -άζω < αρχαία ελληνική φρυάσσομαι[1]

Ρήμα

φρυάζω, αόρ.: (ε)φρύαξα (χωρίς παθητική φωνή)

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.