ρούμπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρούμπος οι ρούμποι
      γενική του ρούμπου των ρούμπων
    αιτιατική τον ρούμπο τους ρούμπους
     κλητική ρούμπε ρούμποι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρούμπος - αντιδάνειο < ιταλική σημασία ανεμολόγιο rombo ( [ο > u] από παλαιά ιταλικά rumbo ή από επίδραση του [r] και των χειλικών [mb] ) < λατινικά: rhombus < αρχαία ελληνική ῥόμβος

Ουσιαστικό

ρούμπος αρσενικό

  1. (λαϊκότροπο) (για παιχνίδια) μονάδα βαθμολογίας, πόντος
  2. (ναυτική ορολογία) η κάθοδος απο στενό τετράγωνο συνήθως πέρασμα. Ο ρούμπος οδηγεί απο το κυρίως κατάστρωμα σε κάτωθεν χώρους του πλοίου
  3. (λαϊκότροπο) άνθρωπος χαζός
  4. (λαϊκότροπο) αυνανιζόμενος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.